- πολυμηχανία
- πολυμηχανίᾱ , πολυμηχανίαresourcefulnessfem nom/voc/acc dualπολυμηχανίᾱ , πολυμηχανίαresourcefulnessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμηχανίᾳ — πολυμηχανίαι , πολυμηχανία resourcefulness fem nom/voc pl πολυμηχανίᾱͅ , πολυμηχανία resourcefulness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανία — και πολυμηχανίη, ἡ, Α [πολυμήχανος] η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα … Dictionary of Greek
πολυμηχανίας — πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem acc pl πολυμηχανίᾱς , πολυμηχανία resourcefulness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίαν — πολυμηχανίᾱν , πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίην — πολυμηχανία resourcefulness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμηχανίῃσι — πολυμηχανία resourcefulness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)